marehist.gr
Ενεργοποιήστε την Javascript για να συνεχίσετε!

Συνοπτική Ιστορία

Σπέτσες: Συνοπτική Ιστορία

(Πηγη: Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, Ναυτιλιακές επιχειρήσεις, διεθνή δίκτυα και θεσμοί στην σπετσιώτικη εμπορική ναυτιλία, 1830-1870. Οργάνωση, διοίκηση και στρατηγική, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο/Τμήμα Ιστορίας, 2010. Χαρλαύτη Τζελίνα, Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, 19ος-20ός αιώνας, Αθήνα (Νεφέλη) 2001. Χαρλαύτη Τζελίνα, Μπενέκη Ελένη και Μάνος Χαριτάτος, Πλωτώ. Έλληνες καραβοκύρηδες και εφοπλιστές από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα (Ε.Λ.Ι.Α.) 2002. Χαρλαύτη Τζελίνα και Βλασσόπουλος Νίκος, Ποντοπόρεια: Ιστορικός Νηογνώμονας: Ποντοπόρα ιστιοφόρα και ατμόπλοια, 1830-1939, Ελένη Μπενέκη (επιμ.), Αθήνα (Ε.Λ.Ι.Α.) 2002)



Εικόνα 1. Όψη των Σπετσών (Άγιος Μάμας)



Μετά το τέλος των τουρκοβενετικών πολέμων, και ιδίως μετά την πτώση του Ναυπλίου το 1714, κατέφυγαν στις Σπέτσες πρόσφυγες από τις Ακτές της Αργολίδας και της Κυνουρίας. Πολλοί από αυτούς ήταν Αρβανίτες, μισθοφόροι των Βενετών που υπερασπίζονταν το Ναύπλιο. Η εγκατάσταση των εποίκων στο νησί, έδωσε ώθηση στην πληθυσμιακή αύξηση, και οι Σπετσιώτες από τα μέσα του 18ου αι., άρχισαν να ασχολούνται συστηματικά με τη θάλασσα. Κατά την απογραφή του 1764, οι Σπέτσες διέθεταν 60 πλοία. Η γειτνίαση τους με τις ανατολικές πελοποννησιακές ακτές και οι συγγενικές και οικονομικές σχέσεις με κεφαλαιούχους των περιοχών αυτών τους τους εξάσφαλισαν μια πλούσια πηγή κεφαλαίων για επενδύσεις στην κατασκευή και τον εξοπλισμό του εμπορικού τους στόλου. Ιδιαίτερα η σχέση των Σπετσών με τον Πραστό, σημαντικό εμπορικό κέντρο τους 18ου αιώνα, όπως γνωρίζουμε από την περίπτωση του εμπόρου Χατζηπαναγιώτη Πολίτη αποτέλεσε την βάση της ναυτιλιακής ανάπτυξης του ναυτότοπου.
Η ανάπτυξή τους όμως διακόπηκε απότομα λόγω συμμετοχής τους στα Ορλωφικά. Οι Σπετσιώτες ξεσηκώθηκαν υπερ των Ρώσων όταν το 1770 εμφανίστηκε ο ρώσικος στόλος που είχε διαπλεύσει τις ακτές της Ευρώπης, από τον Αρχάγγελο στη Βόρειο Θάλασσα, μέσω του Γιβραλτάρ με πρώτο σταθμό, στην Ανατολική Μεσόγειο, τη Μάνη. Το επαναστατικό κίνημα των Σπετσιωτών όμως πνίγεται στο αίμα με την επιδρομή Τουρκαλβανών στο νησί κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών.
Οι Σπετσιώτες κατέφυγαν σε συγγενείς τους στην απέναντι ακτή της Τσακωνιάς, αλλά οι περισσότεροι πήγαν στα Κύθηρα. Εκεί σε συνεργασία με τους Μανιάτες και με τους Σφακιανούς ενεπλάκησαν σε καταδρομικές επιχειρήσεις προξενώντας μεγάλες ζημιές στο οθωμανικό θαλάσσιο εμπόριο. Για να κατασιγάσουν την ανεξέλεγκτη δράση των Σπετσιωτών η Πύλη έστειλε αντιπρόσωπό της στα Κύθηρα με προτάσεις αμνηστίας. Οι Σπετσιώτες αποδέχτηκαν τις προτάσεις και ο Λάζαρος Μανιάτης (Λαζάρου ή Ορλωφ) μετέβη στο Ναύπλιο για τις διαπραγματεύσεις, όπου πέτυχαν να τους δοθούν αμνηστία, απαλλαγή από φόρους και αυτονομία στη διοίκηση της κοινότητάς τους, καθώς και το δικαίωμα να καλλιεργούν τα κτήματά τους στις απέναντι ακτές. Οι Σπετσιώτες γύρισαν πίσω στο νησί το 1773.
Η ναυτιλιακή ανάπτυξη των σπετσιωτών μετά την επανεγκατάστασή τους υπήρξε αλματώδης, κυρίως λόγω των ριζικών αλλαγών που προκύπτουν στην οργάνωση του μεσογειακού εμπορικού συστήματος τόσο από την ένταση του ανταγωνισμού των βρετανικών και γαλλικών εμπορικών συμφερόντων όσο και από των γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας. Η διαδικασία αυτή ξεκινά από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, όπου η ανάδυση της Ρωσίας ως αντίπαλο δέος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκαλεί μια σειρά ρωσοοθωμανικών πολέμων που θα αλλάξουν ριζικά το πολιτικό και οικονομικό της στάτους. Ήδη με την λήξη του πρώτου ρωσοοθωμανικού πολέμου η οθωμανική αυτοκρατορία σημειώνει απώλειες στα εδάφη της στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, ενώ η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή σηματοδοτεί το άνοιγμα της περιοχής στο ρωσικό εμπόριο. Η συνεχής εδαφική επέκταση της Ρωσίας συνδυάστηκε με την εφαρμογή ενός μεγαλόπνοου σχεδίου εμπορικής ανάπτυξης των νεοαποκτηθέντων εδαφών και προσέλκυσης δραστήριων εμπορικών ομάδων όπως των ελλήνων εμπόρων και πλοιοκτητών. Την περίοδο αυτή δημιουργούνται πολλά εμπορικά κέντρα με σημαντικότερο την Οδησσό ενώ προωθείται η καλλιέργεια της εύφορης ενδοχώρας με σιτηρά. Ο σπετσιώτικος στόλος αναπτύσσεται λόγω της ρωσικής εμπορικής πολιτικής καθώς και της προστασίας που παραχωρείται μέσω της ρώσικης σημαίας.
Η αύξηση της προσφοράς σιτηρών από τα εμπορικά κέντρα του ρωσικού νότου συνδυάζονται ιδανικά με την αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης τροφίμων στην Δυτική Ευρώπη που πλήττεται από σιτοδείες λόγω της πληθυσμιακής αύξησης και της έντονης αστικοποίησης. Η ζήτηση κορυφώνεται την περίοδο των Ναπολεοντείων πολέμων και της κήρυξης του Ηπειρωτικού Αποκλεισμού. Ο ελληνόκτητος στόλος του Αιγαίου, με τους κύριους ναυτότοπους την Ύδρα, τις Σπέτσες, τη Χίο και τα Ψαρά, αναδεικνύεται σε κύριο μεταφορέα αυτού του εμπορίου. Την περίοδο 1780-1819, ο στόλος των νησιών ασχολούνταν σχεδόν κατ αποκλειστικότητα με το διεθνές εμπόριο των σιτηρών από την ανατολική στην δυτική Μεσόγειο αλλά και πέρα από τα στενά του Γιβραλτάρ. Ιδιαίτερα οι σπετσιώτες και οι υδραίοι πλοιοκτήτες μετέφεραν σιτηρά από τις σκάλες της ανατολικής Στερέας και της Θεσσαλίας προς τη Μάλτα, τα λιμάνια του Τυρρηνικού Πελάγους (Γένοβα, Λιβόρνο), τα γαλλικά λιμάνια (Μασσαλία) και τα λιμάνια της Ιβηρικής Χερσονήσου, που ήταν αποκλεισμένα από τον βρετανικό στόλο.
Την περίοδο πριν την Ελληνική Επανάσταση παρατηρείται κάμψη του εμπορίου των σιτηρών που οφείλεται στην λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων γεγονός που οδηγεί σε πτώση της εμπορικής δραστηριότητας του σπετσιώτικου στόλου. Τα συσσωρευμένα κεφάλαια από την χρυσή εποχή του σιτεμπορίου μην έχοντας άλλη διέξοδο επενδύονται σε νέα πλοία ανεβάζοντας τον προεπαναστατικό στόλο των Σπετσών την δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα σε 80 πλοία.

Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, τα σπετσιώτικα εμπορικά πλοία συγκροτούν τον κορμό του επαναστατικού πολεμικού στόλου, μαζί με τον στόλο της Ύδρας και των Ψαρών. Ο στόλος τους ήταν αναγκαίος για την επιτυχή έκβαση του Αγώνα και τους επαναστατημένους Πελοποννησίους. Κορυφαίοι Σπετσιώτες καραβοκύρηδες μυούνται στην Φιλική Εταιρεία και συνδράμουν αμέσως στον Αγώνα. Ο Γεώργιος Πάνου, ο Παν. Μπότασης, Βασ. Φατζολάτης, Αναστ. Ανδρούτσος, Θεόδ. Μέξης, Ανδρέας Χατζηαναργύρου, Ιωαν. Κούτσης, Ηλίας Θερμησιώτης και άλλοι υπό τις διαταγές του Γκίκα Τσούπα στην αρχή και από το 1824 του Γεωργίου Ανδρούτσου. Στις 3 Απριλίου του 1821 ανυψώνεται η επαναστατική σημαία, οι Σπετσιώτες συγκροτούν τοπική αυτοδιοίκηση και στέλνουν στόλο με έντεκα καράβια στη Μονεμβασιά και οκτώ για το Ναύπλιο. Στο στόλο του Ναυπλίου ξεχωρίζουν ο «Αγαμέμνωνας» της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας. Κορυφαία στιγμή στον Αγώνα των Σπετσιωτών από τη θάλασσα αποτελεί η απόκρουση του τούρκικου στόλου στον πορθμό των Σπετσών στις 8 Σεπτεμβρίου του 1822. Πενήντα-έξι πλοία, σπετσιώτικα, υδραίικα και ψαριανά και δεκα-έξι πυρπολικά απέτρεψαν την ολοκληρωτική κατάληψη και καταστροφή των Σπετσών, της Ύδρας και του Ναυπλίου.

Η λήξη της Ελληνικής Επανάστασης βρίσκει τον σπετσιώτικο στόλο εξασθενημένο αλλά όχι κατεστραμμένο. Πέρα από το χρόνιο ζήτημα της είσπραξης των πολεμικών αποζημιώσεων, οι σπετσιώτες πλοιοκτήτες είχαν να αντιμετωπίσουν την θεσμική μεταβολή που προέκυψε λόγω της ίδρυσης του ελληνικού κράτους και την αποκοπή τους από τις οθωμανικές αγορές. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο σπετσιώτικος στόλος επανέρχεται ήδη από τη δεκαετία του 1840 στον εμπορικό στίβο, αποτελώντας το δεύτερο σημαντικότερο λιμάνι σε αριθμό νηολογήσεων και τρίτο ναυπηγικό κέντρο του ελληνικού κράτους.