marehist.gr
Ενεργοποιήστε την Javascript για να συνεχίσετε!

Ναυτικές Οικογένειες

Η ναυτιλιακή και εμπορική ανάπτυξη των Σπετσών ξεκινά το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα και, εώς το 1870, ο ναυτότοπος παραμένει ο δεύτερος σημαντικότερος τόπος νηολόγησης της ναυτιλίας του ελληνικού κράτους. Η επί έναν αιώνα επιτυχία της σπετσιώτικης ναυτιλίας βασίστηκε στην οργάνωση των ναυτιλιακών επιχειρήσεων γύρω από τους ναυτιλιακούς οίκους, όπου επιχειρηματίες/μέλη ναυτιλιακών οικογενειών άνω των δύο γενεών διαδοχικά τις επάνδρωσαν. Συνολικά, την μετεπαναστατική περίοδο ο αριθμός των οικογενειών που δραστηριοποιούνται σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις στο πλαίσιο ναυτιλιακών οίκων ήταν 86, εκ των οποίων οι 57 προέρχονται από οικογένειες που δραστηριοποιούνταν ήδη την προεπαναστατική περίοδο στην ναυτιλία. Πολλοί εκ των προεπαναστατικών ναυτιλιακών οίκων την περίοδο πριν το 1821 συγκροτούσαν την τάξη των νοικοκυραίων, την τοπική ελίτ του νησιού κατέχοντας, πέραν του ναυτιλιακού τομέα, τις υψηλότερες θέσεις στο διοικητικό και κοινωνικό οικοδόμημα, ενώ συμμετείχαν στην συγκρότηση του πολεμικού στόλου της Ελληνικής Επανάστασης. Από το σύνολο των ναυτιλιακών οίκων θα εξετάσουμε τους 15 ισχυρότερους της περιόδου 1830-1870:

Ι. Λαζάρου Ορλώφ
ΙΙ. Κούτση
ΙΙΙ.Χατζηαναργύρου
IV. Σκλιά
V. Μέξη
VI. Οικονόμου
VII. Μπάμπα
VIII.Καστριώτη
IX. Γουδή
X. Μωριάτη
XI. Κυριακού
XII. Ορλάνδου
XIII. Μπόταση
XIV. Λεμπέση
XV. Μπούκουρη



Ο ναυτιλιακός οίκος Λαζάρου Ορλώφ

Ο ναυτιλιακός οίκος Λαζάρου Ορλώφ συγκροτήθηκε από μέλη της οικογένειας Λαζάρου που εγκαταστάθηκαν στις Σπέτσες πριν τα μέσα του 18ου αιώνα, με καταγωγή από την Μάνη. Ο Λάζαρος Λαζάρου ή Μανιάτης γεννήτορας της οικογένειας απέκτησε δύο γιούς, τον Ιωάννη και τον Ανδριανό οι οποίοι εμφανίζονται να δραστηριοποιούνται ως καπετάνιοι σε πλοία από το 1756. Σημαντικότερη εμφανίζεται η τρίτη γενιά της οικογένειας προερχόμενη από τον κλάδο του Ιωάννη Λαζάρου, τα αδέρφια Αθανάσιος, Δημήτριος, Γεώργιος και Νικόλαος.Κατά την διάρκεια της ελληνικής επανάστασης η οικογένεια Λαζάρου Ορλώφ συμμετείχε στον πολεμικό στόλο του νησιού των Σπετσών με 8 ιδιόκτητα της πλοία, τα περισσότερα που διέθεσε οικογένεια πλοιοκτητών. Πολλά μέλη της οικογένειας υπηρετούν ως πλοίαρχοι και διοικητές των οικογενειακών τους πλοίων, ενώ την ίδια περίοδο ο Νικόλαος Δ. Λαζάρου τελεί τα καθήκοντα του διοικητή του σπετσιώτικου στόλου έως ένα άλλο μέλος της οικογένειας ο Ιωάννης Νικολάου Λαζάρου εκλέγεται το 1822 Μινίστρος των Ναυτικών. Μετά την λήξη της Επανάστασης, η οικογένεια Λαζάρου Ορλώφ συγκροτεί τον ναυτιλιακό οίκο, στο πλαίσιο του οποίου, την περίοδο 1830-1870, δραστηριοποιούνται συνολικά 21 μέλη που αποτελούνται κυρίως από τους απογόνους του Δημητρίου Ιωάννου, Γεώργιο, Θεόδωρο, Νικόλαο, Αθανάσιο και Εμμανουήλ και τους υιούς τους, φτάνοντας ήδη τις πέντε γενιές πλοιοκτητών και καπετάνιων. Τα μέλη του ναυτιλιακού οίκου συμμετέχουν διαδοχικά στην ιδιοκτησία μεριδίων 25 πλοίων με βάση τα οποία συγκροτούν 41 ναυτιλιακές επιχειρήσεις κατέχοντας συνολική χωρητικότητα 8318 τόνων. Η πλοιοκτησία του ναυτιλιακού οίκου Λαζάρου αφορούσαν κυρίως πλοία οικογενειακής ιδιοκτησίας και διαχείρισης που παρέμεναν στα χέρια των μελών της οικογένειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί το πλοίο «Φιλοκτήτης» που κατασκευάστηκε για λογαριασμό του Εμμανουήλ Δημητρίου Λαζάρου το 1818 στις Σπέτσες. Το διάστημα 1818-1820, συνεχίζει να αποτελεί, κατά την πλειοψηφία των μεριδίων του, ιδιοκτησία του Εμμανουήλ Δημητρίου Λαζάρου, με συνιδιοκτήτες τους Δημητράκη Λαζάρου, Χατζηπαναγιώτη Πολίτη και Αναγνώστη Τροχάνη. Το πλοίο «Φιλοκτήτης» εξακολουθεί να ταξιδεύει, την περίοδο 1830-1844, με βασικό και σταθερό ιδιοκτήτη του τον Εμμανουήλ Δημητρίου Λαζάρου, ενώ περιστασιακά συμμετέχουν στην ιδιοκτησία του οι αδερφοί Κώνστας, Ιωάννης, Μιχαήλ και Παναγιώτης Τροχάνης και οι Κώνστας και Μιχαήλ Χατζηπαναγιώτης, απόγονοι των ιδιοκτητών του προεπαναστατικά. Τα πολυάριθμα μέλη του ναυτιλιακού οίκου Λαζάρου Ορλώφ συγκροτούσαν πάνω από τις μισές ναυτιλιακές τους επιχειρήσεις σε συνεργασία με μέλη άλλων ναυτιλιακών οίκων, προερχόμενων από το στενό και ευρύτερο οικογενειακό και συγγενικό τους δίκτυο. Συνολικά η οικογένεια Λαζάρου Ορλώφ συνδέονταν με συγγενικές σχέσεις με 23 άλλες οικογένειες εκ των οποίων οι 9 αποτελούσαν τις σημαντικότερες ναυτιλιακές οικογένειες του νησιού, όπως η οικογένεια Κούτση, Μέξη, Μωριάτη και Μπόταση. Πέραν των σπετσιώτικων οικογενειών, συνδέονταν με συγγενικές σχέσεις με σημαντικές εμπορικές οικογένειες της Πελοποννήσου, όπως η οικογένεια Χατζηπαναγιώτη Πολίτη.

Ο ναυτιλιακός οίκος Κούτση

Ο ναυτιλιακός οίκος συγκροτείται τον 19ο αιώνα από τους απογόνους της οικογένειας Κούτση που κατείχε ιδιαίτερα δυναμική παρουσία στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις από τα μέσα του 18ου αιώνα. Πατριάρχης της οικογένειας Κούτση υπήρξε ο Ιωάννη Γ. Κούτσης, γεννημένος το 1730 στην Αργολίδα, ο οποίος εμφανίζεται γύρω στα 1770 ως πλοίαρχος στον σπετσιώτικο στόλο. Οι γιοί του, Γεώργιος (1764-1848) και Χριστόδουλος δραστηριοποιούνται με τους απογόνους του στην πλοιοκτησία. Πιο επιτυχημένος αναδεικνύεται ο κλάδος του Γεωργίου Ιωάννου Κούτση, ο οποίος αποκτά 7 υιούς, τον Ιωάννη, τον Νικόλαο, τον Δημήτριο, τον Χριστόδουλο, τον Κοσμά, τον Κωνσταντίνο και τον Σταύρο Ιωάννου Κούτση, η πλειοψηφία των οποίων συμμετέχουν με έξι από τα ιδιόκτητα πλοία της οικογένειας στις πολεμικές επιχειρήσεις του επαναστατικού στόλου των Σπετσών. Ναυτιλιακός οίκος Κούτση
Ο ναυτιλιακός οίκος Κούτση συγκροτείται από τους απογόνους της οικογένειας Κούτση που κατείχε ιδιαίτερα δυναμική παρουσία στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις από τα μέσα του 18ου αιώνα. Πατριάρχης της οικογένειας Κούτση υπήρξε ο Ιωάννη Γ. Κούτσης, γεννημένος το 1730 στην Αργολίδα, ο οποίος εμφανίζεται γύρω στα 1770 να διοικεί τα ιδιοκτητά του εμπορικά πλοία. Η δεύτερη γενιά της οικογένειας, οι απόγονοι του Ιωάννη Κούτση, Γεώργιος (1764-1848) και Χριστόδουλος εντείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες στην πλοιοκτησία και την διοίκηση εμπορικών πλοίων συγκροτώντας ισάριθμους κλάδους, με πιο επιτυχημένο τον κλάδο του Γεωργίου. Η επιτυχημένη πορεία του συγκεκριμένου κλάδου οφείλεται εν μέρει απόκτηση πολλών αρρένων απογόνων που εξασφαλίζει την διαδοχή των οικογενειακών επιχειρήσεων καθώς και την προσφορά του απαραίτητου εργατικού δυναμικού. Οι απόγονοι του Γεωργίου Κούτση, Ιωάννης, Νικόλαος, Δημήτριος, Χριστόδουλος, Κοσμάς, Κωνσταντίνος και Σταύρος, εργάζονται στα πατρικά πλοία και συμμετέχουν σε έξι από αυτά στις πολεμικές επιχειρήσεις του επαναστατικού στόλου των Σπετσών.
Μέσω των γαμήλιων στρατηγικών της, η οικογένεια Κούτση συνδέθηκε πριν και μετά την Επανάσταση, με τις ισχυρότερες οικογένειες του νησιού μεταβιβάζοντας τα πλεονεκτήματα αυτών των συγγενικών δεσμών στον ναυτιλιακό οίκο με την μορφή συνεργασιών. Οι ναυτιλιακές οικογένειες Λαζάρου Ορλώφ, Χατζηαναργύρου, Μέξη, Κουνουπιώτη, Γουδή, Μπάμπα, Σκλιά, Ανδριανού, Γιάννουζα, Μπούμπουλη, Ανδρούτσου, Μαλοκίνη, Ελευθερίου, Χατζηπαυλίνα, Φραγγιά υπήρξαν μόνο ορισμένες από αυτές με τις οποίες συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς ενώ παράλληλα διατηρούσε με αυτές κοινές συμπλοιοκτησίες. Συγκεκριμένα περίπου το 50% των συμπλοιοκτησιών που συγκροτεί ο ναυτιλιακός οίκος Κούτση την περίοδο 1830-1870 πραγματοποιούνται με την συμμετοχή μελών συγγενικών ναυτιλιακών οίκων και επιχειρηματιών.
Συνολικά ο ναυτιλιακός οίκος Κούτση κατείχε την περίοδο 1830-1870, 4705 τόνους χωρητικότητας σε 21 πλοία, ενώ συγκρότησε 24 ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Δυναμικότερος κλάδος του οίκου Κούτση τον 19ο αιώνα αναδεικνύεται ο κλάδος του Ιωάννη Γεωργίου Κούτση, ο οποίος μετά την συμμετοχή του στην ελληνική επανάσταση παραμένει στην ηγεσία του ναυτιλιακού οίκου έως το 1860, όταν και τον διαδέχεται ο γιός του Γεώργιος Κούτσης, ως ο μοναδικός του απόγονος. Ο Γεώργιος Ιωάννη Κούτσης παραμένει επικεφαλής του οίκου έως το 1871, οπότε και χάνει την ζωή του κατά την διάρκεια ταξιδιού του στην Μαύρη Θάλασσα.
Ο Γεώργιος Κούτσης διεξήγε με τα ιδιόκτητά του πλοία και πλοία συγγενών του εμπόριο σιτηρών από την Μαύρη Θάλασσα προς την Δυτική Ευρώπη. Την διεξαγωγή του εμπορίου σιτηρών υποστήριζε ένα διεθνές δίκτυο πρακτόρων και αντιπροσώπων που εκτείνονταν σε οκτώ χώρες (Ρωσική Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Ελλάδα, Σικελία, Μάλτα, Γαλλία, Βρετανία και Ισπανία) και 12 πόλεις της Μεσογείου, της Μαύρης και Βόρειας Θάλασσας (Ταγανρόγκ, Οδησσός, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Κατάνια, Παλέρμο, Μάλτα, Μασσαλία, Λονδίνο, Μάλαγα, Αλμέρια και Κάδιξ).
Μεταξύ των αντιπροσώπων του συγκαταλέγονται ορισμένοι από τους σημαντικότερους εμπορικούς οίκους της ελληνικής Διασποράς όπως οι Αδερφοί Βαλλιάνου εγκατεστημένοι με Ταϊγάνιο, Μασσαλία και Λονδίνο, ο εμπορικός οίκος του Συνόδη Ποπώφ και Δελαπόρτα, ο οίκος των Μαύρου στην Οδησσό καθώς και κορυφαίοι εμπορικοί οίκοι της εβραϊκής διασποράς, ιταλών και ισπανών εμπόρων. Μετά τον θάνατο του Γεώργιο Κούτση, ο ναυτιλιακός οίκος μετά από μια σύντομη περίοδο κάμψης, συνεχίζει την επιχειρηματική του πορεία υπό τον έλεγχο των απογόνων του Γεώργιου Κούτση, Χριστόδουλου, Νικολάου, Ιωάννη και Παναγιώτη. Με την υποστήριξη του Μαρή Βαλλιάνου, συνεργάτη και φίλου της οικογένειας, οι τέσσερις αδερφοί κάνουν την μετάβαση στον ατμό, αποκτώντας 3 ατμόπλοια.


Ο ναυτιλιακός οίκος Ανάργυρου ή Χατζηανάργυρου

Η οικογένεια Ανάργυρου ή Χατζηανάργυρου εγκαταστάθηκε στις Σπέτσες από το Κρανίδι και από τα μέσα του 18ου αιώνα ασχολείτο με το θαλάσσιο εμπόριο. Τις βάσεις για την ανάπτυξη της οικογένειας έθεσε μετά τα Ορλωφικά ο Ανάργυρος ή Χατζηανάργυρος του Παύλου (c. 1750-1814) που στις αρχές του 19ου αιώνα, κατείχε τέσσερα ιστιοφόρα. Οι Χατζηανάργυροι, ανήκαν στην ομάδα των δέκα μεγαλυτέρων σπετσιωτικών οικογενειών των οποίων η περιουσία – καράβια, ακίνητα και χρήμα-- το 1815 εκτιμάτο γύρω στα 100.000 δίστηλα ή κολονάτα ισπανικά, ή 700.000 γρόσια.

Τις δραστηριότητές του στο πρώτο τρίτο του αιώνα συνέχισαν οι τρεις γιοί του, Αναγνώστης, Παύλος και Ανδρέας. Τις παραμονές της ελληνικής επανάστασης είχαν τα ιστιοφόρα «Ηρακλής», «Ποσειδών» και «Περικλής» και έλαβαν μέρος στον Αγώνα.Ο Παύλος Χατζηανάργυρος έλαβε μέρος στον Αγώνα με την πολάκα «Ποσειδών». Μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους, η τρίτη γενιά των Χατζηανάργυρων (Ανάργυρων) συνεχίζει. Οι γιοί του Αναγνώστη Αναργ. Χατζηανάργυρου, οι Γεώργιος, Νικόλαος και Ανδρέας ασχολήθηκαν με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις μέχρι τη δεκαετία του 1880. Οι γιοί του μικρότερου του Ανδρέα Αναργ. Χατζηανάργυρου, Ανάργυρος, Πέτρος, Θεόδωρος και Ιωάννης έγιναν καπετάνιοι και πλοιάρχευσαν στα οικογενειακά ιστιοφόρα. Τις δεκαετίες του 1840 και 1850 οι Ανάργυροι κατείχαν τέσσερα μεγάλα ιστιοφόρα μέσης χωρητικότητας 300 τόνων με αρχαία ονόματα όπως «Σωκράτης» και «Ηρακλής» αλλά και αρκετά περίεργα ονόματα, για την ελληνική ονοματολογία ιστιοφόρων, όπως «Ινδιάνος», «Αννίβας» ή «Σταυροφόρος». Στην ακμή της ελληνικής ιστιοφόρου ναυτιλίας, τη δεκαετία του 1870, η οικογένεια Ανάργυρου κατείχε στόλο δέκα φορτηγών ιστιοφόρων τα οποία διατήρησε μέχρι και τη δεκαετία του 1880. Η ενασχόληση της οικογένειας με τη ναυτιλία σταμάτησε τη δεκαετία του 1890.

Οι γιοί του Παύλου δεν ασχολήθηκαν με τη ναυτιλία αλλά με το εμπόριο. Εγγονός του Παύλου Χατζηαναργύρου είναι ο Σωτήρης Αναργύρου (1849-1928), ο ιδρυτής της Αναργυρείου Σχολής των Σπετσών, και το τελευταίο μέλος της οικογένειας που διέπρεψε στο εμπόριο και τη ναυτιλία.