marehist.gr
Ενεργοποιήστε την Javascript για να συνεχίσετε!

Συνοπτική Ιστορία

Κεφαλονιά: Συνοπτική ναυτιλιακή και πολιτική ιστορία

(Πηγή: Τζελίνα Χαρλαύτη, Μάνος Xαριτάτος και Ελένη Μπενέκη, Πλωτώ. Έλληνες καραβοκύρηδες και εφοπλιστές από τα τέλη του 18ου αιώνα έως τις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 2002/2003. β) Παναγιώτης Σ. Καπετανάκης, «Η ποντοπόρος εμπορική ναυτιλία των Επτανήσων την εποχή της Βρετανικής Κατοχής και Προστασίας και η κεφαλληνιακή υπεροχή (1809/15-1864). Στόλος και λιμάνια, εμπορεύματα και διαδρομές, ναυτότοποι και ναυτικοί, επιχειρηματικότητα και δίκτυα, κοινωνία και πλοιοκτητικές ελίτ», Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2010.)



Οι κεφαλονίτες ναυτικοί μέχρι τον 16ο αιώνα περιορίζονταν στο ακτοπλοϊκό εμπόριο της ευρύτερης θαλάσσιας περιοχής τους. Από τον 17ο αιώνα, όμως, άρχισαν να ταξειδεύουν στα λιμάνια της δυτικής και ανατολικής Μεσογείου. Η ναυτική τους εμπειρία, τούς επέτρεψε, κατά τον 18ο αιώνα, μαζί με τους ναυτικούς της Ιθάκης, του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού, να χαράξουν την πορεία της νεώτερης ελληνόκτητης ναυτιλίας. Όπως προκύπτει από τις ψηφιακές βάσεις δεδομένων «Αμφιτρίτη» και «Οδυσσέας», οι Κεφαλλήνες κατάφεραν να δημιουργήσουν σημαντικό ποντοπόρο, εμπορικό στόλο, και από τα μέσα του 18ου μέχρι και τον 20ό αιώνα πέτυχαν μία διαρκή πορεία ακμής. Σύμφωνα με τη νεώτερη έρευνα, στις αρχές του 19ου αιώνα ο επτανησιακός στόλος διέθετε περισσότερα από 300 ποντοπόρα σκάφη, με τη μερίδα του λέοντος να ανήκει και να πλοιαρχείται από Κεφαλονίτες. Η πιο σημαντική, όμως, εξέλιξη για την εμπορική ναυτιλία των Επτανησίων, στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν ο σταδιακός προσανατολισμός της προς τα λιμάνια της ρωσικής Μαύρης Θάλασσας και η διαμόρφωση χαρακτηριστικών ενός τοπικού αλλά σημαντικού διαμετακομιστή των μαυροθαλασσίτικων σιτηρών, προς τα κύρια λιμάνια της κεντρικής και δυτικής Μεσογείου. Ο χαρακτήρας αυτός της επτανησιακής εμπορικής ναυτιλίας, που στην ουσία ήταν και παρέμεινε κεφαλονίτικη, θα αποκρυσταλλωθεί πλήρως, κατά την περίοδο της βρετανικής προστασίας (1815-64). Πρόκειται για μία περίοδο, κατά την οποία η ποντοπόρος, εμπορική ναυτιλία του Ιονίου Κράτους μπόρεσε να λειτουργήσει ευέλικτα, δυναμικά και αποτελεσματικά στο ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον της Μεσογείου, και να καταστεί ένας από τους πλέον αξιόλογους, μεσογειακούς παρόχους μεταφορικών υπηρεσιών προς τρίτες χώρες, με ειδίκευση στην διαμετακόμιση των μαυροθαλασσίτικων σιτηρών.
Η εμποροναυτιλιακή ανάπτυξη της Κεφαλονιάς, αλλά και της Ιθάκης, θα ενταθεί κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, και είναι άρρηκτα δεμένη με τον Δούναβη και την Αζοφική Θάλασσα. Περίπου εκατόν σαράντα οικογένειες μεγαλεμπόρων και πλοιοκτητών οι μισές από τις οποίες κατάγονταν από τα νησιά του Ιονίου Πελάγους, έλεγχαν το θαλάσσιο εμπόριο χύδην φορτίων από τη Μαύρη Θάλασσα και την ανατολική Μεσόγειο προς την Δύση. Κεφαλονίτες και ιθακήσιοι έμποροι και καραβοκύρηδες εγκαταστάθηκαν στα σημαντικότερα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και της δυτικής Ευρώπης. Οι περισσότερες οικογένειες ήταν συγκεντρωμένες στα λιμάνια του Δούναβη, την Βραΐλα, το Γαλάτσι και τον Σουλινά. Τα μέλη τους είχαν συστήσει τουλάχιστον εβδομήντα πέντε ναυτιλιακές και εμπορικές επιχειρήσεις, όπως επίσης και ναυτιλιακά πρακτορεία.
Εκτός από τα λιμάνια του Δούναβη, η θιακο-κεφαλονίτικη παρουσία ήταν ισχυρή και στις πόλεις της νότιας Ρωσίας, ιδιαίτερα της Αζοφικής. Τριάντα οικογένειες μεγαλεμπόρων και εφοπλιστών, εκτός των πολυάριθμων μικρότερων, διασκορπισμένων σε όλα τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, ήταν εγκατεστημένες στο Ταγκανρόκ, το Ροστώφ, το Μπερντιάνσκ, το Γέισκ και το Κερτς. Ακολουθούν το Νικολάιεφ και η Οδησσός, με δέκα οικογένειες και, τέλος, τα λιμάνια του Καυκάσου, Νοβοροσίσκ και Βατούμ, με έξι οικογένειες. Η τρίτη περιοχή συγκέντρωσης των οικογενειών από τα Επτάνησα ήταν το μεγαλύτερο οικονομικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου, η Κωνσταντινούπολη, ενώ το ανερχόμενο λιμάνι του Πειραιά, που λειτούργησε ως σταθμός ανεφοδιασμού καυσίμων και τροφοδοσίας, άρχισε να προσελκύει έναν αυξανόμενο αριθμό μελών του δικτύου από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στην δυτική Ευρώπη, τα υποκαταστήματα είκοσι επτά οικογενειών από την Κεφαλονιά και την Ιθάκη ήταν συγκεντρωμένα στη Μασσαλία και τριάντα έξι οικογενειών στο Λονδίνο. Οι Θιακοκεφαλονίτες που εγκαταστάθηκαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, αφού προσαρμόστηκαν στις εκεί επικρατούσες συνθήκες, δημιούργησαν ένα κλειστό εμπορικό και ναυτιλιακό δίκτυο, του οποίου διατήρησαν τον έλεγχο σε όλη σχεδόν την διάρκεια του 19ου αιώνα, έως και τις αρχές του 20ού («ιόνιο δίκτυο»).