marehist.gr
Ενεργοποιήστε την Javascript για να συνεχίσετε!

Ναυτικοί

Η ανάδειξη του νησιού της Κεφαλονιάς σε έναν από τους πλέον σημαντικούς ναυτότοπους των ελληνικών θαλασσών, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, είχε άμεσες επιπτώσεις και στα μεγέθη ποιοτικά και ποσοτικά του ναυτικού της πληθυσμού. Η ναυτιλία αποτέλεσε για τους Κεφαλλήνες μία από τις πλέον σημαντικές και ζωτικές οικονομικές δραστηριότητες, που τους προσέφερε την δυνατότητα όχι μόνο μερικής ή ολικής απαγκίστρωσης από την καλλιέργεια της γης αλλά και την δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τον έξω από την Κεφαλονιά και τα Επτάνησα κόσμο.

(Πηγή: επεξεργασμένα στοιχεία από: (α) ηλεκτρονική βάση δεδομένων: ̓Οδυσσεύς – Ιόνιος Ναυτιλιακή Ιστορία, 1810-1864∙ (β) Καπετανάκης, Παναγιώτης Σ., «Η ποντοπόρος εμπορική ναυτιλία των Επτανήσων την εποχή της Βρετανικής Κατοχής και Προστασίας και η κεφαλληνιακή υπεροχή (1809/15-1864). Στόλος και λιμάνια, εμπορεύματα και διαδρομές, ναυτότοποι και ναυτικοί, επιχειρηματικότητα και δίκτυα, κοινωνία και πλοιοκτητικές ελίτ», Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2010. (γ) Τζελίνα Χαρλαύτη – Νίκος Στ. Βλασσόπουλος, Ιστορικός Νηογνώμονας Ποντοπόρεια. Ποντοπόρα ιστιοφόρα και ατμόπλοια, 1830-1939, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 2002).


Tο νησί της Κεφαλονιάς, κατά την περίοδο της βρετανικής προστασίας, διέθετε το μεγαλύτερο ιστιοφόρο, ποντοπόρο, εμπορικό στόλο του Ιονίου Κράτους, τόσο από άποψη προσφερόμενης χωρητικότητας, όσο και από άποψη διαθέσιμου αριθμού σκαφών. Αυτή η κυρίαρχη παρουσία της Κεφαλονιάς συνοδευόταν και από έναν, αριθμητικώς, σημαντικό ναυτικό πληθυσμό. Την εικόνα του κεφαλληνιακού, ναυτικού πληθυσμού επιχειρήσαμε να (ανα-)συγκροτήσουμε αξιοποιώντας τόσο πρωτογενείς αρχειακές όσο και δημοσιευμένες βιβλιογραφικές πηγές.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη νεώτερη έρευνα ο ναυτικος πληθυσμός της Κεφαλονιάς, που απασχολείτο τόσο σε ποντοπόρα σκάφη, όσο και σε σκάφη της ακτοπλοΐας φτάνει, στα 1860, στο τέλος, δηλαδή, της υπό εξέταση περιόδου, να αντιπροσωπεύει, σχεδόν, το ένα τέταρτο του συνολικού ενεργού, άρρενα πληθυσμού του νησιού. Να επισημάνουμε, πως παρ’ όλο, που εξετάζουμε τον ποντοπόρο, εμπορικό στόλο των Επτανήσων, και, εν προκειμένω, της Κεφαλονιάς, επιλέγουμε την αναφορά σε ναυτικό πληθυσμό και των ακτοπλοϊκών σκαφών, καθώς η ακτοπλοΐα αποτελούσε φυτώριο του έμψυχου δυναμικού και της ποντοπόρου, εμπορικής ναυτιλίας.
Πιο αναλυτικά, εκτιμούμε, πως ο αριθμός των κεφαλλήνων ναυτικών, που κατά την διάρκεια των ετών της βρετανικής κυριαρχίας (1810-64) επάνδρωνε ποντοπόρα, εμπορικά σκάφη, κυμαινόταν από τα χαμηλά επίπεδα των 700 ναυτών, αρχές της δεκαετίας του 1810, έως τα υψηλά επίπεδα των 2.200 ναυτών, πενήντα χρόνια μετά, στις αρχές της δεκαετίας του 1860. Πρόκειται, πιστεύουμε, για ένα σημαντικό, αριθμητικώς, ναυτικό πληθυσμό, που ως ποσοστό επί του συνόλου των ενεργών αρρένων της Κεφαλονιάς, δηλαδή, των αρρένων ηλικίας 16 έως 64 ετών, υπολογίζουμε, πως ανερχόταν στα επίπεδα του 8 με 10%. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί, πως η πιο σημαντική αύξηση, τόσο σε ποσοστά, όσο και σε απόλυτους αριθμούς, του ναυτικού πληθυσμού της Κεφαλονιάς, παρατηρείται κατά την δεκαπενταετία του 1845-60, περίοδο κατά την οποία η κεφαλληνιακή και, εν γένει, η επτανησιακή, ποντοπόρος εμπορική ναυτιλία είχε αναδειχθεί σε κύριο διαμετακομιστή των μαυροθαλασσίτικων σιτηρών, προς τις αγορές της κεντρικής και δυτικής Μεσογείου.
Συγκεκριμένα, ο ναυτικός πληθυσμός της Κεφαλονιάς, που απασχολείτο σε ποντοπόρα σκάφη, φτάνει στα 1860 να αντιπροσωπεύει, επί του ενεργού άρρενα πληθυσμού του νησιού, ποσοστό της τάξης του 12%, όταν ο εκτιμώμενος συνολικός, ναυτικός πληθυσμός τoυ νησιού άγγιζε ποσοστό 24%. Πρόκειται για πραγματικότητες, που μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε, πως η αύξηση της επιχειρηματικής δράσης της επτανησιακής, ποντοπόρου, εμπορικής ναυτιλίας είχε άμεσες επιπτώσεις και στον επαγγελματικό προσανατολισμό των Κεφαλλήνων, προσελκύοντας πολλούς από αυτούς στο ευρύ επαγγελματικό πεδίο των θαλάσσιων μεταφορών.
Αυτήν, τώρα, την εικόνα του σημαντικού ναυτικού πληθυσμού, που διέθετε η Κεφαλονιά, και, συγκεκριμένα, την εικόνα του έτους 1860, λίγο πριν την επίσημη άρση, δηλαδή, του καθεστώτος της βρετανικής προστασίας και τον τερματισμό του αυτόνομου, επιχειρηματικού βίου της επτανησιακής ναυτιλίας, επιχειρήσαμε να τη συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα – εκτιμώμενα – μεγέθη των ναυτικών πληθυσμών, των υπολοίπων νησιών του Ιονίου Κράτους. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα προκύπτουν από την αρχειακή έρευνα, η Κεφαλονιά, κατά το 1860, διέθετε το μεγαλύτερο, σε σχέση με τα υπόλοιπα Επτάνησα, ναυτικό πληθυσμό, απασχολούμενο σε ποντοπόρα, εμπορικά σκάφη∙ πληθυσμός, που εκτιμούμε, πως ανερχόταν σε 2.162 ναυτικούς, αντιπροσωπεύοντας, σχεδόν, το 64% του συνόλου του (εκτιμώμενου) ναυτικού, πληθυσμού του Ιονίου Κράτους (ναυτικός πληθυσμός, που απασχολείτο σε ποντοπόρα, εμπορικά σκάφη). Στην δεύτερη θέση, και σε μεγάλη απόσταση, ακολουθεί η Ιθάκη, με πληθυσμό 553 ναυτικών (ποσοστό επί συνόλου 16,2%), στην τρίτη θέση συναντούμε τους Παξούς, με 237 ναυτικούς (ποσοστό 6,9%), στην τέταρτη θέση την Ζάκυνθο, με 235 (6,8%), και, τέλος, ακολουθούν η Κέρκυρα, με 164 ναυτικούς (4,5%), η Λευκάδα, με 53 (1,5%), και τα Κύθηρα, με 11 (0,3%).
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να επισημάνουμε, πως όταν επιχειρήσαμε την ανάλυση της ναυτικής ανθρωπογεωγραφίας του κεφαλληνιακού ναυτότοπου, βρεθήκαμε μπροστά σε μία ενδιαφέρουσα πραγματικότητα: η Λειβαθώς, ένα μικρό, σε έκταση, γεωγραφικό διαμέρισμα της Κεφαλονιάς, που βρίσκεται στο νοτιο-ανατολικό τμήμα του νησιού, στα σύνορα με το Αργοστόλι, αναδεικνυόταν ως ο κυριότερος ναυτότοπός του. Έτσι, λοιπόν, και με βάση την αρχειακή έρευνα, προέκυψε, πως οι κύριοι, επιμέρους, ναυτότοποι της Κεφαλονιάς αναδεικνύονται οι: (α) Λειβαθώς (328 σκάφη, ποσοστό επι του συνολικού κεφαλληνιακού στόλου, 55,9%), (β) Παλική (81 σκάφη, ποσοστό 13,8%), (γ) Έρισσος (62 σκάφη, ποσοστό 10,6%), (δ) Πύλαρος (60 σκάφη, ποσοστό 10,2%), (ε) Κρανιά-Αργοστόλι (24 σκάφη, ποσοστό 4,0%), και, τέλος, (στ) Ποταμιάνα (18 σκάφη, ποσοστό 3,1%).
Η Λειβαθώς, όμως, πέραν του μεγαλύτερου ποντοπόρου, εμπορικού στόλου, διέθετε και το μεγαλύτερο αριθμό ναυτικών οικογενειών (σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές της Κεφαλονιάς), οι περισσότερες εκ των οποίων φαίνεται, πως διέθεταν ή/και πλοιαρχούσαν ένα μεγάλο αριθμό εμπορικών σκαφών. Μέσα, λοιπόν, από την ανάλυση του διαθέσιμου αρχειακού υλικού, προκύπτει, πως στα 1845 οι ναυτικές οικογένειες της Λειβαθούς, διέθεταν και/ή πλοιαρχούσαν έναν ποντοπόρο, εμπορικό στόλο, που εκτιμάται, πως ανερχόταν σε 14.280 τόνους, χωρητικότητα, που αντιπροσώπευε το 67% του κεφαλληνιακού, ποντοπόρου, εμπορικού στόλου και το 45% του επτανησιακού. Μάλιστα, έχει ενδιαφέρον, πως τα ποσοστά αυτά, μία δεκαπενταετία αργότερα, στα 1860, όταν ο λειβαθινός στόλος άγγιζε τους 16.908 τόνους, θα διαμορφώνονταν στο 53% και 35%, αντιστοίχως, περιορισμένα μεν σε σχέση με τα ποσοστά του έτους 1845, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αρκούντως, υψηλά για να διατηρούν την περιοχή της Λειβαθούς στην θέση του κύριου κεφαλληνιακού, και, βεβαίως, κύριου επτανησιακού ναυτότοπου.