marehist.gr
Ενεργοποιήστε την Javascript για να συνεχίσετε!

Ταξίδια

Η ανάδειξη της Κεφαλονιάς στην θέση ενός εκ των κύριων ναυτότοπων των ελληνικών και μη θαλασσών βασίστηκε στο μεγάλο ποντοπόρο στόλο των Κεφαλλήνων, που διέσχιζε τη Μεσόγειο, ταξειδεύοντας από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας προς όλα τα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου, ανατολικής, κεντρικής και δυτικής. Πρόκειται για χιλιάδες εμπορικά ταξείδια, που επέτρεψαν στον επτανησιακό και, κυρίως, στον κεφαλληνιακό στόλο να αναδειχθεί σε έναν από τους κύριους διαμετακομιστές των μαυροθαλασσίτικων σιτηρών από τις αγορές της Νέας Ρωσίας και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών προς τις αγορές της βιομηχανικώς αναπτυσσόμενης δυτικής και κεντρικής Ευρώπης.

(Πηγή: επεξεργασμένα στοιχεία από: (α) ηλεκτρονική βάση δεδομένων: ̓Οδυσσεύς – Ιόνιος Ναυτιλιακή Ιστορία, 1810-1864∙ (β) Καπετανάκης, Παναγιώτης Σ., «Η ποντοπόρος εμπορική ναυτιλία των Επτανήσων την εποχή της Βρετανικής Κατοχής και Προστασίας και η κεφαλληνιακή υπεροχή (1809/15-1864). Στόλος και λιμάνια, εμπορεύματα και διαδρομές, ναυτότοποι και ναυτικοί, επιχειρηματικότητα και δίκτυα, κοινωνία και πλοιοκτητικές ελίτ», Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κέρκυρα 2010.)



Αξιοποιώντας πρωτογενές αρχειακό υλικό, καθώς και την διαθέσιμη δευτερογενή βιβλιογραφία επιχειρήσαμε να εξετάσουμε τις θαλάσσιες περιοχές και τα λιμάνια στα οποία ταξειδεύουν και με τα οποία αναπτύσσουν εμπορική επικοινωνία τα επτανησιακά και, κυρίως, κεφαλληνιακά σκάφη, και συγκεκριμένα τα σκάφη, που είχαν υψωμένη την ιονική σημαία, την επίσημη, δηλαδή, σημαία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων. Ας δούμε πρώτα ποιές είναι οι θάλασσες και τα κύρια λιμάνια δραστηριοποίησης της ποντοπόρου, εμπορικής ναυτιλίας των Επτανησίων και δη των Κεφαλλήνων, κατά την δεκαετία του 1820, δηλαδή κατά τα πρώτα χρόνια επιβολής της βρετανικής προστασίας στα νησιά.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την αρχειακή έρευνα τρεις είναι οι κύριες θαλάσσιες περιοχές δραστηριοποίησης των Ιονίων: η Αδριατική, το Ιόνιο και το Αιγαίο Πέλαγος, ενώ ως κυριότερα λιμάνια δραστηριοποίησης εμφανίζονται αυτά της Σύρου, της Πρέβεζας, της Κωνσταντινούπολης, του Μεσολογγίου, της Αγκώνας και της Τεργέστης. Στην ουσία, φαίνεται, πως η Ιόνιος Ναυτιλία περιορίζεται επιχειρηματικώς σε μία γεωγραφική περιοχή, που καλύπτει τις θάλασσες από την Τεργέστη έως και την Κωνσταντινούπολη. Με άλλα λόγια, φαίνεται, πως τα επτανησιακά σκάφη, με επικεφαλής, πάντα, τα σκάφη των Κεφαλλήνων, που διέθεταν τη μεγαλύτερη διαθέσιμη χωρητικότητα, αποτελούσαν, κατά τα πρώτα χρόνια της βρετανικής προστασίας, έναν αξιόλογο, αλλά, σε κάθε περίπτωση, τοπικό παίκτη του μεσογειακού εμπορίου∙ έναν παίκτη, που προσέφερε τις υπηρεσίες του στα σημαντικά εισαγωγικά και διαμετακομιστικά λιμάνια της κεντρικής κι ανατολικής Μεσογείου.
Η επιχειρηματική εμβέλεια, όμως, της Ιονίου Ναυτιλίας θα διευρυνθεί σημαντικά κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα κατά την δεκαπενταετία 1845-1860. Είναι η περίοδος, κατά την οποία, το ενδιαφέρον της Ιονίου Ναυτιλίας εμφανίζεται προσαναλιζόμενο προς δύο, κυρίως, θαλάσσιες περιοχές, αυτήν της ευρύτερης, κεντρικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Επιπλέον, ως κύρια λιμάνια δραστηριοποίησης των Ιονίων αναδεικνύονται αυτά της Κωνσταντινούπολης, της Τεργέστης, της Βαλέττας, της Πάτρας, της Σύρου, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας, της Αυλώνας και του Μπρίντεζι. Κατά συνέπεια προκύπτει, πως, στα μέσα του 19ου αιώνα, η ποντοπόρος, εμπορική ναυτιλία του Ιόνιου Κράτους, και στην ουσία η ναυτιλία των Κεφαλλήνων, είχε μετεξελιχθεί σε ένα σημαίνοντα πάροχο μεταφορικών υπηρεσιών προς τρίτα μέρη, έχοντας εξειδικευθεί στον επιχειρηματικό χώρο των θαλασσών και των λιμανιών της κεντρικής και της ανατολικής Μεσογείου.
Ας εξετάσουμε, όμως, τώρα το κατά πόσο η εξειδίκευση της κεφαλληνιακής και κατ΄επέκταση της Ιονίου Ναυτιλίας στις θάλασσες της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου, ακολουθήθηκε κι από μία προτίμηση στην διακίνηση συγκεκριμένων φορτίων. Επεξεργαζόμενοι, λοιπόν, το πρωτογενές αρχειακό υλικό, που εντοπίστηκε σε Κέρκυρα και Κεφαλονιά, προέκυψε, πως τα επτανησιακά σκάφη, στα μέσα του 19ου αιώνα, έχουν προσανατολιστεί ή καλύτερα εξειδικευτεί στη μεταφορά των χύδην φορτίων σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας (Αζοφική και Δούναβης) προς τα μεγάλα εισαγωγικά και διαμετακομιστικά λιμάνια της κεντρικής Μεσογείου.
Πέραν, όμως, των σιτηρών η Ιόνιος Ναυτιλία, κατά τα έτη 1845-60, προκύπτει, πως συμμετέχει ενεργά και στην τροφοδοσία των λιμανιών της Αδριατικής, της κεντρικής και δυτικής Μεσογείου με ημι-επεξεργασμένα είδη διατροφής και αγροτο-κτηνοτροφικά προϊόντα της ευρύτερης, περιοχής της ανατολικής Μεσογείου (σύκα, πατάτες, βελανίδια, σκόρδα, κρεμμύδια, σταφύλια, καπνό, ταρταρούγα, νωπά φρούτα και λαχανικά, χαβιάρι, τυρί, αλίπαστα, αλάτι). Επίσης, τα επτανησιακά σκάφη είχαν αναλάβει και την προώθηση, προς τις ανωτέρω θάλασσες, σημαντικού μέρους των εξαγώγιμων επτανησιακών, αγροτικών και βιοτεχνικών αγαθών (ελαιόλαδο, σταφίδα, σαπούνια, ξηροί καρποί).
Από την άλλη μεριά, τα κεφαλληνιακά και επτανησιακά σκάφη προωθούσαν από τα βρετανικά, διαμετακομιστικά λιμάνια της Μάλτας, της Μεσσήνας, του Λιβόρνου, αλλά και τα λιμάνια της Τεργέστης, του Μπρίντεζι και της Βενετίας, προς τις αγορές του Ιονίου, του Αιγαίου, της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και προς τα λιμάνια των υπολοίπων, ανατολικο-μεσογειακών θαλασσών, φορτία, πρωτίστως, βιοτεχνικών/βιομηχανικών ειδών (επεξεργασμένη ξυλεία, κεραμίδια, δέρματα, τούβλα, σαπούνια, τσέρκια, βαρέλια, υφάσματα, νήματα, γυαλικά, έπιπλα, οικιακά σκεύη, κάβους, γεωργικά εργαλεία, χαρτί, οινόπνευμα, πυρίτιδα, φάρμακα), και, δευτερευόντως, παστά ψάρια (βακαλάο, σολωμό, σαρδέλες, σκουμπριά), αποικιακά αγαθά (καφέ, μπαχαρικά), αλκοολούχα ποτά (ρούμι, λικέρ, κονιάκ, κρασί), καθώς και άλευρα και ζυμαρικά.
Συνοψίζοντας, προκύπτει, πως η Ιόνιος Ναυτιλίας, και στην ουσία η Κεφαλληνιακή Ναυτιλία, είχε αναλάβει έναν τρισδιάστατο ρόλο λειτουργώντας: (α) ως σημαίνοντας διαμετακομιστής των μαυροθαλασσίτικων σιτηρών προς τα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης, αλλά και ως διαμετακομιστής των δυτικο-ευρωπαϊκών βιομηχανικών αγαθών προς τα λιμάνια της Ανατολής, (β) ως σημαντικός εισαγωγέας αγαθών για την κάλυψη των αυξανόμενων διατροφικών αναγκών των Επτανήσων και του πληθυσμού τους, ενώ (γ) είχε αναπτύξει σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα, προωθώντας προς τις αγορές τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής των εμπορευματικών αγαθών των νησιών: σταφίδα, ελαιόλαδο, κρασί, ξύδι, ροσόλια, ξηροί καρποί.